- παράτονος
- -η, -ο / παράτονος, -ον, ΝΜΑνεοελλ.1. ανακριβής κατά τον τόνο, λανθασμένος κατά τον τονισμό2. μουσ. ασύμφωνος μουσικά, παράφωνος, παράχορδος, κν. φάλτσος3. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο παράτονοςισχυρό συρματόσχοινο που ξεκινά από τον λαιμό τού επιστηλίου και καταλήγει στην πλευρά τού σκάφους για να κρατάει το επιστήλιο σε ευθύγραμμη προέκταση τής στήλης, δηλ. τού κυρίως ιστού, κν. παταράτσο ή παρατάτσομσν.κακόηχος («παράτονος διάλεκτος», Ησύχ.)αρχ.1. τεντωμένος παραπλεύρως2. αυτός που εκτείνεται, που τεντώνεται πλάγια ή κοντά σε κάποιον («ἴδε βλέφαρον καὶ παρατόνους χέρας», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρατείνω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «σχοινί για στήριξη τών επιστηλίων» μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.